- ποικιλοδίνης
- ὁ, Ααυτός που σχηματίζει πολλές δίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δίνης (< δίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλοδίνην — ποικιλοδί̱νην , ποικιλοδίνης whirling in various eddies masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)